- μάστορης
- ο (Μ μάστορης)βλ. μάστορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάστορης — ο ο μάστορας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ … Dictionary of Greek
μαστροχαλαστής — ο (ειρωνικά) άτομο το οποίο επιχειρεί συνεχώς να μαστορέψει κάτι και, αντί να τό διορθώσει, τό κάνει χειρότερο, κακός μάστορης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + χαλαστής (< χαλώ)] … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
αλάσπωτος — η, ο 1. αυτός που δε λασπώθηκε: Απρόσεχτος όπως ήταν ο μάστορης, δεν άφησε μέρος αλάσπωτο. 2. αυτός που δεν εξευτελίστηκε: Με όσα διέδιδε δεν άφηνε συντοπίτη του αλάσπωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπάζω — κόμπασα, καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι ανάξια: Κομπάζει πως είναι καλός μάστορης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάστορας — μάστορας, ο και μάστορης, ο θηλ. μαστόρισσα 1. ο αρχιτεχνίτης, ο επικεφαλής ομάδας εργατών: Ας αποφασίσει ο μάστορας. 2. ο έμπειρος τεχνίτης: Θα έρθει ο μάστορας να διορθώσει τη βλάβη. 3. επιτήδειος, επιδέξιος άνθρωπος: Είναι μάστορας στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροκανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, και ρουκανίζω 1. λειαίνω την επιφάνεια ξύλου με ροκάνι: Ο μάστορης τον έβαλε να ροκανίσει μερικά ξύλα. 2. τρώω κάτι σκληρό σπάζοντάς το με τα δόντια: Πήρε ένα παξιμάδι κι άρχισε να το ροκανίζει. 3. σπαταλώ σιγά σιγά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)